- ακροπολεύω
- ἀκροπολεύω (Α)περνάω το άκρο, την κορυφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πολεύω «περιφέρομαι, κινούμαι, διαμένω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκροπολεύῃ — ἀκροπολεύω traverse the top pres subj mp 2nd sg ἀκροπολεύω traverse the top pres ind mp 2nd sg ἀκροπολεύω traverse the top pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)